- ξαναστέλνω
- (αόρ. ξανάστειλα) μετ.1) снова посылать; 2) отсылать, пересылать обратно, возвращать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεταστέλλω — και ματαστέλνω (Μ μεταστέλνω και ματαστέλνω) ξαναστέλνω, στέλνω για δεύτερη φορά … Dictionary of Greek
ξαναπέμπω — (Μ ξαναπέμπω) στέλνω πάλι, ξαναστέλνω … Dictionary of Greek
ξαναστρέφω — (Μ [ε]ξαναστρέφω) νεοελλ. στρέφω πάλι μσν. 1. ξαναστέλνω 2. κάνω κάποιον να επιστρέψει 3. διαστρέφω 4. αναβάλλω δίκη, ορίζω νέα δικάσιμο 5. μέσ. ξαναστρέφομαι 1. ξετυλίγομαι, ξεκουλουριάζομαι 2. γυρίζω πίσω, επιστρέφω … Dictionary of Greek
στέλλω — ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω νεοελλ. αρχ. ναυτ.… … Dictionary of Greek